- ακουσμάτιον
- ἀκουσμάτιον, το (Α)μικρό διήγημα ή τραγούδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἄκουσμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκουσμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek